- οροθετικός
- -ή, -ο1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οροθεσία2. αυτός που καθορίζει τα σύνορα χώρας ή περιοχής («οροθετική γραμμή» — γραμμή η οποία καθορίζει τα όρια δύο γειτονικών χωρών ή περιοχών).[ΕΤΥΜΟΛ. < οροθεσία. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].
Dictionary of Greek. 2013.